χαϊδολογιέμαι

χαϊδολογιέμαι
χαϊδολογιέμαι βλ. πίν. 59 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαϊδολογώ — άω, και τ. μέσ. χαϊδολογιέμαι, Ν 1. χαϊδεύω συχνά κάποιον 2. μέσ. χαϊδολογιέμαι α) μού αρέσουν πολύ τα χάδια β) κάνω νάζια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάιδι / χάδι + λογώ*] …   Dictionary of Greek

  • χαϊδεύω — χάιδεψα, χαϊδεύτηκα, χαϊδεμένος, και χαδεύω χάδεψα, χαδεύτηκα, χαδεμένος 1. κάνω χάδια σε κάποιον, τον χαϊδολογάω, τον θωπεύω με τα χέρια: Χάιδευε τα μαλλιά της. 2. περιποιούμαι κάποιον, τον καλοπιάνω, τον κολακεύω. 3. το μέσο, χαϊδεύομαι μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαϊδολογώ — και χαϊδολογάω χαϊδολόγησα 1. χαϊδεύω. 2. το μέσο, χαϊδολογιέμαι μου αρέσουν τα χάδια, κάνω νάζια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”